ξεκουραστικός

ξεκουραστικός
η , ο способствующий отдыху

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεκουραστικός" в других словарях:

  • ξεκουραστικός — ή, ό [ξεκουράζω] αυτός που επιφέρει ξεκούραση, ανάπαυση …   Dictionary of Greek

  • ξεκουραστικός — ή, ό αυτός που ξεκουράζει, που φέρνει ανακούφιση, ανάπαυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνετος — η, ο επίρρ. α αυτός που προσφέρει άνεση, αναπαυτικός, ξεκουραστικός: Το καινούριο μας σπίτι είναι πιο άνετο από το παλιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπαυτικός — ή, ό επίρρ. ά ξεκουραστικός, άνετος: Αυτή η πολυθρόνα είναι πολύ αναπαυτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»